ένα σπιτάκι πια παλιό κι ερειπωμένο
ούτε το βλέμμα δε γυρνάει κατά κει
της μοίρας του θαρρείς είναι γραμμένο
έρμο να μείνει κι απ’ τη μνήμη να σβηστεί
μπορεί παλάτι να μην ήτανε ποτέ
μπορεί να ήταν φτωχικό μα φροντισμένο
σ’ ένα παιδάκι μπορεί να ‘δωσε χαρά
και καταφύγιο σε φτωχό και πεινασμένο
μες στον αυλόγυρο απ’ τα κάγκελα θα δεις
ένα τραπέζι και δυο γλάστρες στο περβάζι
χορταριασμένα τα παρτέρια, θα χαρείς
το γιασεμάκι που λουλούδια ακόμα βγάζει
Μεγάλη Πέμπτη, μέρα Θυσίας και Αγάπης
δίπλα περνώντας στη μικρή παλιά αυλή
τη σκουριασμένη άκουσα πόρτα του να τρίζει
σαν κάτι ένιωσα πως θέλει να μου πει
θα με περνάτε για τρελό, τολμώ να πω
πως το σπιτάκι με καλούσε, είχε φωνή
γύρω μου κοίταξα να μη με δει κανείς
λόγο δεν είχα, ποιος το ερείπιο να νοιαστεί;
έσπρωξα απλά την πόρτα για να μπω
όποιος με ξέρει πιο καλά, θα απορούσε
σε ένα ξένο σπιτικό τι θέλω εγώ
μα η ματιά σε μια γωνιά, κάτι θωρούσε
πήγα κοντά, ένα κλωνάρι ήταν απλά
με λίγα φύλλα και αγκάθια, όχι σπουδαίο
το βλέμμα σήκωσα, πόσο έφτανε ψηλά
ώσπου αντίκρισα, Θεέ μου, τι ωραίο!
πανώριο τριαντάφυλλο, περήφανο, μονάχο
στη φτωχική μικρή αυλή, πόσο καλά κρυμμένο
θαρρείς πως ήταν σήμερα η μέρα να φανεί
κόκκινο, απ’ το αίμα Του σα να 'ταν ποτισμένο
Πάσχα 2017
Καλή Ανάσταση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου