Ίδια
θα ήταν η αντίδραση της Σοφίας κι αν είχε προετοιμασθεί γι’ αυτό που θα ‘βλεπε,
σκέφτηκε η Μυρτώ και ήταν αλήθεια, ο Πέτρος, το φιλαράκι της από κούνια που την
έκανε να γελάει, που της έσφιγγε το χέρι κι ένιωθε το χτυποκάρδι της, που δεν
πέρασε μια μέρα που να μην της φέρει ένα λουλουδάκι, που δεν έλειπε ποτέ τις
Κυριακές από την εκκλησιά να την κρυφοκοιτάζει και να της χαμογελάει, που στο
πανηγύρι του Αϊ-Λια της χάριζε ό,τι ήθελε από τον πάγκο που έστηναν ο πατέρας
του και η μάνα του - τα είχαν καταλάβει όλα κι έβλεπαν κιόλας το γιο τους
γαμπρό, τι τιμή να συμπεθεριάσουν φτωχοί
κι αγράμματοι άνθρωποι με τον παπα-Βασίλη – και που καμάρωνε όταν το Σοφάκι του
μπήκε στο Γυμνάσιο ενώ αυτός σταμάτησε το σχολείο γιατί δεν έπαιρνε τα γράμματα, ήταν αχώριστοι οι δυο τους και δενόντουσαν
όλο και περισσότερο, το έβλεπες ότι αγαπιούνταν στ’ αλήθεια, μα ήρθανε δύσκολοι
καιροί, έφυγε ο πατέρας απ’ την κακιά αρρώστια, η μάνα δύσκολα τα ‘φερνε βόλτα
κι αποφασίστηκε δεκάξι χρονών παλληκαράκι αμούστακο να μπαρκάρει, το δέχτηκε με
βαριά καρδιά, αν έλειπε χρόνια πότε θα έβλεπε το Σοφάκι, κι αν την τάζανε στο φίλο
του το Νικόλα, γιο του Ηλία του μπακάλη, κι η αγαπημένη του αρραβωνιαζότανε και
τον ξέχναγε, αφού δεν είχαν δα και τίποτε σπουδαίο, μικρά παιδιά ήτανε,
παίζανε, γελάγανε, κι ήταν ο πιο πλούσιος ο Ηλίας μες το χωριό και όλοι ήτανε
γραμμένοι δυο και τρεις φορές στο τεφτέρι του, μα το ταξίδι δεν έπαιρνε αναβολή,
Χριστούγεννα έφυγε ο Πέτρος και της Σοφίας το μυαλουδάκι δεν έλεγε να
ξεκολλήσει κι ολημερίς με τη Μυρτώ γυροφέρνανε και συζητούσαν για το πότε θα ‘ρθει
το καλοκαίρι να γυρίσει, να ξανασμίξουνε να της φέρνει λουλούδια και να της
σφίγγει το χέρι, κι η μάνα της η παπαδιά που τα ‘ξερε όλα, την καμάρωνε που μεγάλωνε
και το σώμα της άλλαζε και έφερνε πια σε κοπέλα όμορφη σαν τα κρύα νερά, όμως έτσι
την έβλεπε κι ο Νικόλας, κι ας ήτανε του φίλου του το κορίτσι - τη νιότη δεν
την ορίζεις με τη λογική- πού τον έχανες πού τον έβρισκες, στο δρόμο που έμενε
το Σοφάκι να πηγαίνει τάχα παραγγελίες ή να περνάει απ’ το σχολείο στα
διαλείμματα, αυτός είχε σταματήσει στο Δημοτικό αφού το μπακάλικο ήτανε σίγουρο
βιός, στους λογαριασμούς ήτανε καλός και του άρεσε η δουλειά και τα κατάφερνε, και
μάλιστα όπως μεγάλωνε γινόταν σοβαρό και ήσυχο παιδί, ο παπα-Βασίλης τον
αγαπούσε, ήτανε παπαδάκι μικρός και ποιος ξέρει μπορεί ο Θεός να τα ‘φερνε έτσι
που αργότερα να παντρευόντουσαν με το κορίτσι του και να ήτανε στο χωριό οι πρώτοι
νοικοκυραίοι
και θα κάνανε πολλά κουτσούβελα, αφού ο Νικόλας θα έμενε σίγουρα στο
χωριό και αυτό ήθελε και για τη Σοφία του, να μη φύγει, έτρεμε την ξενιτειά,
φοβότανε πως θα πεθάνει γέρος και άρρωστος χωρίς να την ξαναδεί ποτέ, και
τούτος ο Πέτρος –που καταλάβαινε πως της άρεσε- είχε κιόλας ξενιτευτεί, μα της
Σοφίας η αγάπη μεγάλωνε μέρα τη μέρα και γινότανε έρωτας, λαχτάρα, ελπίδα και
τα γράμματα που της έστελνε θέριευαν τη φλόγα, τα διάβαζε χίλιες φορές και τα ‘κρυβε
σα φυλαχτά κοντά στα κονίσματα, πόσο τη συγκίνησε το μπεγλέρι από κεχριμπάρι
ατόφιο που έστειλε δώρο στον παπα-Βασίλη, το ζήλεψαν όλοι στο καφενείο, μα κάπου
αραίωσαν τα γράμματα και γίνονταν κάπως πιο τυπικά και ήταν γραμμένα σε
γραφομηχανή, και σαν άρχισαν ν’ αργοπορούν δυο και τρεις μήνες μπήκε ο σπόρος
του διαβόλου και την έκανε να τρελαίνεται και φανταζόταν τον Πέτρο να γεύεται
ηδονές και χαρές μακριά της με γυναίκες όμορφες και λάγνες που ήξερε από
διηγήσεις πως ξελογιάζουν σα σειρήνες τους ναυτικούς στα λιμάνια μέχρι που ήρθε
το τελευταίο γράμμα και της έγραφε σε λίγες αράδες ότι παιδιάστικα συναισθήματα
ήτανε που νομίσανε για αγάπη, να κοιτάξει να φτιάξει τη ζωή της και να πάρει το
Νικόλα που ήξερε πως χρόνια την ποθούσε, αυτός ήταν ο αληθινός έρωτας που θα
καρπίσει και θα ζήσουνε ευτυχισμένοι, να τον ξεχάσει τον Πέτρο και ποτάμια τα
δάκρυα νοτίσανε το χαρτί τόσο που διαλύθηκε μαζί με την ψυχή της θαρρείς, δεν
είχε ξανά για χρόνια νέα του, μα όπως συμβαίνει πάντοτε σιγά σιγά με το χρόνο πέτρωσε
η καρδιά και με το γιο του Ηλία κάνανε παρέα και ένιωσε τη φροντίδα του ζεστή
και τρυφερή και με τις ευλογίες των γονιών τους κανονίσανε τους αρραβώνες, ελπίδα
δεν είχε πια για αγάπη αληθινή, στα παραμύθια μόνο υπήρχε έλεγε η μάνα της, ο
Νικόλας που τη λάτρευε ήταν ο προορισμός της από το Θεό και σα ζύγωνε η μεγάλη
μέρα για το γλέντι ο Νικόλας θα πήγαινε λέει για κάποια δουλειά στην Αθήνα –
φίδια τη ζώσανε μα δεν τον ξεσυνερίστηκε- και να τον περιμένει να γυρίσει με το
επόμενο καράβι της γραμμής και μαζί με τη Μυρτώ κατέβηκαν χαράματα στο λιμάνι,
είδε το πλοίο να καταφθάνει με το Νικόλα στην κουπαστή να τη χαιρετάει, ησύχασε,
μα ήτανε δίπλα του κι ένας άλλος με γένια και μαύρα γυαλιά, γνώριμος της φάνηκε
και σαν κατέβαιναν πήγε να σπάσει η καρδιά της, ήταν ο Πέτρος αγνώριστος,
σκελετωμένος, τον κράταγε από το μπράτσο ο Νικόλας που ήθελε να ‘ναι σίγουρος
πως η καρδιά της Σοφίας ήτανε πια λεύτερη από την παιδική της αγάπη, αλλιώς
κάλλιο να τράβαγε ο καθένας το δρόμο του για να μην υποφέρουνε κι οι δυο,
γιόμισαν δάκρυα τα μάτια της και λιποθύμησε σχεδόν που είδε το άσπρο
μπαστουνάκι του Πέτρου, πρόλαβε ο Νικόλας να τη βαστήξει να μην πέσει – ατύχημα
στο πλοίο είπε ήταν σοβαρό, τον σώσανε οι γιατροί μα δεν θα μπορούσε να ξαναδεί
– και πέρασε σε μια στιγμή απ’ το μυαλό της όλη της η ζωή ίσαμε που έφυγε ο
Πέτρος και ξάφνου χάθηκαν όλα απ’ το μυαλό της, αρραβώνες, γονείς, χωριανοί, τι
θα λέγανε δεν την ένοιαζε κι όρμησε πάνω στον Πέτρο, τον αγκάλιασε και σαν τον
ρώτησε με ορμή αν είχε πάψει από καιρό να την αγαπάει κι αυτός δεν αποκρίθηκε, του
έβγαλε τα γυαλιά, κοίταξε βαθιά μέσα στα υγρά του μάτια και είδε μόνη της ξεκάθαρη
την απάντηση. (Βραβείο Πανελλήνιου Διαγωνισμού "Λόγω Τέχνης" 2013, αφιερωμένου στον Κ.Καβάφη. Περιλαμβάνεται στη συλλογή 40 διηγημάτων "7 λέξεις", εκδόσεις Μεταίχμιο 2014)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου