Σουρούπωσε
για τα καλά,
κι έστρωνα
καθαρά τραπεζομάντηλα,
στην πίσω
αυλή, με τις περικοκλάδες,
Είχανε φύγει
πια όλοι οι πελάτες
να’ ναι όλα
έτοιμα για αύριο
Μα δε
βιαζόμουνα, περίμενα,
στην ώρα της
ερχότανε η γριούλα,
το
αλαφροπάτημά της μήτε τ’ άκουγα
-Μην ενοχλώ
γιόκα μου, έχεις δουλειά,
έμεινε για
το σκυλάκι, κάνα κόκκαλο;
-Στα φύλαξα
κυρά - Βαγγελιώ, μην ανησυχείς,
τι να τα
κάνω, θα τα πέταγα
Δυο χρόνια
τώρα έρχετ’ η καημένη
Για ν’
αγαπάει τα ζωντανά, θα πει
καλός
άνθρωπος πως θα’ ναι
Δεν ήρθε
μια, δεν ήρθε δυο
αναρωτήθηκα,
δε ρώτησα,
Πρωί πρωί
στο πόστο μου, ορεξάτος
κρίμα, για
το σκυλάκι της γιαγιάς,
θα χόρταινε
καλά, χτες, είχαμε κόσμο
Ντιν-νταν
λυπητερό, κατάλαβα
κάποια ψυχή
ανάπαυση ζητάει
Μονάχα ας
μην είναι Θε μου, σκέφτηκα,
νια που τον
έρωτα δεν πρόφτασε
ή νιος που τη ζωή δε χόρτασε
ή νιος που τη ζωή δε χόρτασε
Κι απ’ τη
στροφή απρόσκλητη ερχότανε
η θλιβερή
πομπή, η αδυσώπητη
πεντ’ έξι
ανθρώποι όλοι κι όλοι,
Το φέρετρο
μικρό, ελαφρύ φαινότανε
βιάζονταν
κιόλας μην αρχίσει η βροχή
-Ποιος
έφυγε, ρωτάω, τον τελευταίο στη σειρά
-Ήταν
μεγάλη, μου λέει, μια γιαγιά
γειτόνισσα,
δεν είμαι συγγενής
έζησε βάσανα
πολλά, ησύχασε πια
Βαγγελιώ τη
λέγανε, παιδιά δεν είχε
-Θεός
σχωρές’ τη, την καημένη
για το
σκυλάκι της τής μάζευα αποφάγια
-Όχι μου’ πε
λάθος κάνεις
η κυρά –
Βαγγελιώ δεν είχε σκυλί
μόνη της
ήταν, ολομόναχη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου